ἀμάλακτος

ἀμάλακτος
ἀμάλακ-τος, ον, ([etym.] μαλάσσω)
A that cannot be softened, intractable, of materials, Arist. Mete.385a13;

ἄτηκτα καὶ ἀ. 388b25

.
2 unmitigated,

τὸ ψυχρόν Plu.2.953e

: metaph. of expression, harsh, Longin.15.5.
II unfeeling, Sch.S.Aj.776.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀμάλακτος — that cannot be softened masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμάλακτος — και χτος και γος, η, ο (AM αμάλακτος, ον) αυτός που δεν μαλάσσεται, που δεν μπορεί κανείς να τόν κατεργαστεί, ο σκληρός νεοελλ. 1. αυτός που δεν μαλάχτηκε με ζύμωση ή άλλη επεξεργασία, ο αμαλάκωτος 2. (για πρόσωπα) αυτός που δεν γνώρισε ερωτικές… …   Dictionary of Greek

  • ἀμάλακτον — ἀμάλακτος that cannot be softened masc/fem acc sg ἀμάλακτος that cannot be softened neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμαλάκτου — ἀμάλακτος that cannot be softened masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμαλάκτους — ἀμάλακτος that cannot be softened masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμαλάκτῳ — ἀμάλακτος that cannot be softened masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμάλακτα — ἀμάλακτος that cannot be softened neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμάλαγος — και αναμάλαγος, η, ο βλ. αμάλακτος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μτγν. επιθ. αμάλακτος < α στερητ. + μαλάσσω. ΠΑΡ. νεοελλ. αμαλαγάδα, αμαλαγιά] …   Dictionary of Greek

  • αμάλαχτος — η, ο [αμάλακτος] βλ. αμάλακτος …   Dictionary of Greek

  • αμαλαξιά — η [αμάλακτος] 1. το να μην μπορεί κάτι να μαλαχθεί 2. (για πρόσωπα) απονιά, σκληρότητα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”